Η ενότητα αυτή θα σας καθοδηγήσει στη ρύθμιση, αν χρειαστεί, του υλικού σας που θα πρέπει να κάνετε πριν εγκαταστήσετε το Debian.Αυτό περιλαμβάνει συνήθως τον έλεγχο και και πιθανά την αλλαγή κάποιων ρυθμίσεων στο BIOS ή στο firmware του συστήματός σας. Το «BIOS» ή το «firmware του συστήματος» είναι το βασικό λογισμικό που χρησιμοποιείται από το υλικό του υπολογιστή και η πιο κρίσιμη χρήση του είναι κατά τη διαδικασία της πρώτης εκκίνησης (bootstrap) (μετά το άνοιγμα του υπολογιστή).
Το BIOS παρέχει τις βασικές λειτουργίες που χρειάζονται για την εκκίνηση του μηχανήματός και που θα επιτρέψουν στο λειτουργικό σύστημα να έχει πρόσβαση στο υλικό σας. Το σύστημά σας παρέχει ένα μενού ρύθμισης του BIOS που χρησιμεύει στη διαμόρφωση του.Για να ρύθμισης του BIOS πρέπει να πατήσετε ένα πλήκτρο ή έναν συνδυασμό πλήκτρων μετά το άνοιγμα του υπολογιστή. Συνήθως είναι το Delete ή το F2, αλλά κάποιοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν άλλα πλήκτρα. Συνήθως υπάρχει ένα μήνυμα κατά την εκκίνηση του υπολογιστή που αναφέρει ποιο είναι το πλήκτρο που θα πρέπει να πατήσετε για να μπείτε στην οθόνη ρυθμίσεων.
Μέσα από το μενού ρύθμισης του BIOS μπορείτε να επιλέξετε ποιες συσκευές θα ελεγχθούν και με ποια σειρά για ένα εκκινήσιμο λειτουργικό σύστημα. Πιθανές επιλογές περιλαμβάνουν συνήθως εσωτερικούς σκληρούς δίσκους, τον οδηγό CD/DVD-ROM και συσκευές αποθήκευσης USB όπως κλειδιά USB ή εξωτερικούς δίσκους USB. Σε σύγχρονα λειτουργικά συστήματα υπάρχει επίσης συχνά η δυνατότητα για ενεργοποίηση δικτυακής εκκίνησης μέσω του μηχανισμού PXE.
Ανάλογα με τα μέσα εγκατάστασης (CD/DVD ROM, κλειδί USB, δικτυακή εκκίνηση) που έχετε επιλέξει θα πρέπει να ενεργοποιήσετε και τις κατάλληλες συσκευές εκκίνησης, αν δεν είναι ήδη ενεργοποιημένες.
Οι περισσότερες εκδόσεις BIOS επιτρέπουν την επιλογή ενός μενού εκκίνησης στο ξεκίνημα του συστήματος στο οποίο μπορείτε να επιλέξετε τη συσκευή από την οποία θα εκκινήσει ο υπολογιστής σας κατά την τρέχουσα συνεδρία. Αν η επιλογή αυτή είναι διαθέσιμη, το BIOS εμφανίζει συνήθως ένα σύντομο μήνυμα όπως «press F12 for boot menu» κατά την εκκίνηση του συστήματος. Το πλήκτρο που χρησιμοποιείτε στην πράξη για την επιλογή αυτού του μενού αλλάζει από σύστημα σε σύστημα. Πλήκτρα που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι τα F12, F11 και F8. Η επιλογή μιας συσκευής από το μενού αυτό δεν αλλάζει την προκαθορισμένη σειρά εκκίνησης στο BIOS, δηλ. μπορείτε να ξεκινήσετε μια φορά από ένα κλειδί USB ενώ έχετε καθορίσει τον εσωτερικό σκληρό δίσκο σαν την κανονική κύρια συσκευή εκκίνησης.
Αν το BIOS δεν παρέχει ένα τέτοιο μενού εκκίνησης που να επιτρέπει ad-hoc επιλογές της τρέχουσας συσκευής εκκίνησης, θα πρέπει να αλλάξετε τις ρυθμίσεις του BIOS ώστε να ορίσετε τη συσκευή από την οποία θα εκκινηθεί ο debian-installer
ως κύρια συσκευή εκκίνησης.
Unfortunately some computers contain buggy BIOS versions. Booting debian-installer
from a USB stick might not work even if there is an appropriate option in the BIOS setup menu and the stick is selected as the primary boot device. On some of these systems using a USB stick as boot medium is impossible; others can be tricked into booting from the stick by changing the device type in the BIOS setup from the default «USB harddisk» or «USB stick» to «USB ZIP» or «USB CDROM». In particular if you use an isohybrid installation image on a USB stick (see Τμήμα 4.3.1, «Preparing a USB stick using a hybrid CD/DVD image»), changing the device type to «USB CDROM» helps on some BIOSes which will not boot from a USB stick in USB harddisk mode. You may need to configure your BIOS to enable «USB legacy support».
Αν δεν μπορείτε να χειριστείτε το BIOS ώστε να εκκινήσετε απευθείας από ένα κλειδί USB έχετε ακόμα την επιλογή να χρησιμοποιήσετε μια εικόνα ISO που έχετε αντιγράψει στο κλειδί. Εκκινήστε τον debian-installer
χρησιμοποιώντας τα αρχεία Τμήμα 4.4, «Προετοιμασία των αρχείων για Εκκίνηση από Σκληρό Δίσκο» και, μετά την ανίχνευση των σκληρών δίσκων για την ύπαρξη μιας εικόνας ISO του εγκαταστάτη, επιλέξτε τη συσκευή USB και διαλέξτε μια εικόνα εγκατάστασης.
Το UEFI («Unified Extensible Firmware Interface») είναι ένα νέο είδος συστήματος υλισμικού που χρησιμοποιείται σε πολλά σύγχρονα συστήματα με στόχο - μεταξύ άλλων - να αντικαταστήσει το κλασσικό PC BIOS.
Αυτή τη στιγμή τα περισσότερα συστήματα Η/Υ που χρησιμοποιούν UEFI έχουν επίσης ένα άρθρωμα αποκαλούμενο «Compatibility Support Module» (CSM) στο υλισμικό, που παρέχει τις ίδιες ακριβώς διεπαφές σε ένα Λειτουργικό Σύστημα όπως ένα κλασσικό PC BIOS,έτσι ώστε λογισμικό που είναι γραμμένο για το κλασσικό PC BIOS να μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς αλλαγές. Παρ' όλα αυτά, το UEFI στοχεύει στο να αντικαταστήσει μια μέρα εντελώς το παλιό PC BIOS χωρίς να είναι πλήρως συμβατό προς-τα-πίσω και υπάρχουν ήδη πολλά συστήματα με UEFI αλλά χωρίς το CSM.
Σε συστήματα με UEFI υπάρχουν μερικά πράγματα που θα πρέπει να λάβετε υπόψιν όταν εγκαθιστάτε ένα λειτουργικό σύστημα. Ο τρόπος με τον οποίο το υλισμικό φορτώνει ένα ΛΣ είναι θεμελιωδώς διαφορετικός ανάμεσα στο κλασσικό BIOS (ή το UEFI σε κατάσταση συμβατότητας CSM) και στο αυθεντικό UEFI. Μια μείζονα διαφορά είναι ο τρόπος που οι κατατμήσεις του σκληρού δίσκου καταγράφονται στον σκληρό δίσκο. Ενώ το κλασσικό BIOS και το UEFI κατάσταση CSM χρησιμοποιούν έναν πίνακα κατατμήσεων τύπου DOS, το αυθεντικό UEFI χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό σχήμα διαμέρισης που ονομάζεται «GUID Partition Table» (GPT). Σε έναν μοναδικό δίσκο, για όλες τις περιπτώσεις πρακτικά, μόνο ένα από τα δύο αυτά σχήματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στην περίπτωση μιας διαμόρφωσης με πολλαπλές επιλογές εκκίνησης με διαφορετικά λειτουργικά συστήματα σε έναν δίσκο, όλα αυτά θα πρέπει, συνεπώς, να χρησιμοποιούν τον ίδιο τύπο πίνακα διαμέρισης. Εκκίνηση από έναν δίσκο με GPT είναι εφικτή μόνο στην κατάσταση αυθεντικού UEFI, αλλά η χρήση του GPT γίνεται όλο και πιο συχνή με την αύξηση του μεγέθους των σκληρών δίσκων, επειδή ο κλασσικός πίνακας διαμέρισης DOS να μην μπορεί να χειριστεί δίσκους με μέγεθος μεγαλύτερο από 2 Terabyte ενώ το GPT επιτρέπει για πολύ μεγαλύτερους δίσκους. Ή άλλη σημαντική διαφορά μεταξύ του BIOS (ή του UEFI σε κατάσταση CSM) και το αυθεντικό UEFI είναι η τοποθεσία στην οποία αποθηκεύεται ο κώδικας εκκίνησης και η μορφοποίηση την οποία πρέπει να έχει Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει για κάθε σύστημα να χρησιμοποιούνται διαφορετικούς φορτωτές εκκίνησης.
Το τελευταίο γίνεται σημαντικό όταν ξεκινάτε τον debian-installer
σε ένα σύστημα με UEFI σε κατάσταση CSM επειδή ο debian-installer
ελέγχει κατά πόσον ξεκίνησε σε ένα σύστημα με BIOS- ή με αυθεντικό UEFI και εγκαθιστά τον αντίστοιχο φορτωτή εκκίνησης. Συνήθως αυτό δουλεύει αλλά μπορεί να υπάρξει ένα πρόβλημα σε περιβάλλοντα πολλαπλής εκκίνησης. Σε μερικά συστήματα UEFI σε κατάσταση CSM η προεπιλεγμένη κατάσταση εκκίνησης για αφαιρούμενες συσκευές μπορεί να διαφέρει από αυτήν που πραγματικά χρησιμοποιείται κατά την εκκίνηση από τον σκληρό δίσκο, οπότε αν εκκινείτε από τον εγκαταστάτη από ένα κλειδί USB σε μια διαφορετική κατάσταση από αυτήν που χρησιμοποιείται όταν εκκινείτε ένα άλλο ήδη εγκατεστημένο λειτουργικό σύστημα από τον σκληρό δίσκο, μπορεί να εγκατασταθεί ο λάθος φορτωτής εκκίνησης και το σύστημα μπορεί να καταστεί μη-εκκινήσιμο μετά την ολοκλήρωση της εγκατάστασης. Όταν επιλέγετε τη συσκευή εκκίνησης από το μενού εκκίνησης υλισμικού, μερικά συστήματα προσφέρουν δύο διαφορετικές επιλογές για κάθε συσκευή, ώστε ο χρήστης να μπορεί να επιλέξει αν η εκκίνηση θα γίνει σε κατάσταση συμβατότητας CSM ή σε κατάσταση αυθεντικoύ UEFI.
Ένα άλλο θέμα που σχετίζεται με το UEFI είναι ο μηχανισμός της λεγόμενης «ασφαλούς εκκίνηση (secure boot)». Ασφαλής εκκίνηση σημαίνει μια λειτουργικότητα των υλοποιήσεων του UEFI που επιτρέπει στο υλισμικό να φορτώνει και να εκτελεί μόνο κώδικα που είναι υπογεγραμμένος κρυπτογραφικά με συγκεκριμένα κλειδιά μπλοκάροντας, συνεπώς, οποιονδήποτε (δυνητικά κακόβουλο) κώδικα εκκίνησης ο οποίος δεν είναι υπογεγραμμένος ή υπογεγραμμένος με άγνωστα κλειδιά. Στην πράξη, το μόνο κλειδί που γίνεται δεκτό στα περισσότερα συστήματα με UEFI σε ασφαλή εκκίνηση είναι ένα κλειδί από την Microsoft που χρησιμοποιείται για τον φορτωτή εκκίνησης των Windows. Καθώς ο κώδικας εκκίνησης που χρησιμοποιείται από τον debian-installer
δεν είναι υπογεγραμμένος από την Microsoft, η εκκίνηση του εγκαταστάτη απαιτεί την από πριν απενεργοποίηση της ασφαλούς εκκίνησης στην περίπτωση που είναι ενεργοποιημένη. Η ασφαλής εκκίνηση είναι συνήθως ενεργοποιημένη εξ ορισμού σε συστήματα στα οποία είναι προεγκατεστημένο η 64-μπιτη έκδοση του ΛΣ Windows 8 και δυστυχώς δεν υπάρχει πρότυπο για τον τρόπο απενεργοποίησής της στην ρύθμιση του UEFI. Σε κάποια συστήματα, η επιλογή της απενεργοποίησης της ασφαλούς εκκίνησης μόνο αν έχει οριστεί από τον χρήστη ένα συνθηματικό για το BIOS,οπότε αν έχετε ένα σύστημα με ενεργοποιημένη την ασφαλή εκκίνηση αλλά δεν μπορείτε να βρείτε μια επιλογή για να την απενεργοποιήσετε, προσπαθήστε να ορίσετε ένα συνθηματικό για το BIOS, κλείστε και ξεκινήστε ξανά το σύστημα και κοιτάξτε πάλι για μια κατάλληλη επιλογή.
Το ΛΣ Windows 8 έχει ένα γνώρισμα που λέγεται «fast boot» για τη μείωση του χρόνου εκκίνησης του συστήματος. Από τεχνική άποψη, όταν αυτό το γνώρισμα είναι ενεργοποιημένο, το ΛΣ Windows 8 δεν εκτελεί έναν πραγματικό τερματισμό του συστήματος και, στη συνέχεια, μια πραγματική "εν ψυχρώ" εκκίνηση όταν δοθεί η εντολή τερματισμού, αλλά, αντί γι' αυτό, εκτελεί κάτι που προσομοιάζει με μια μερική αναστολή στον δίσκο για να μειώσει τον χρόνο «εκκίνησης». Στον βαθμό που το ΛΣ Windows 8 είναι το μοναδικό ΛΣ στο μηχάνημα αυτό δεν δημιουργεί προβλήματα, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα και απώλεια δεδομένων αν έχετε μια διαμόρφωση διπλής εκκίνησης στην οποία ένα άλλο ΛΣ έχει πρόσβαση στα ίδια συστήματα αρχείων με το ΛΣ Windows 8. Σ' αυτή την περίπτωση η πραγματική κατάσταση του συστήματος αρχείων μπορεί να διαφέρει από αυτήν που το ΛΣ Windows 8 πιστεύει ότι είναι μετά την «εκκίνηση» και αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει αλλοίωση στο σύστημα αρχείων σε μια περαιτέρω εγγραφή στο σύστημα αρχείων.Συνεπώς, σε μια διαμόρφωση διπλής εκκίνησης, για να αποφύγετε μια τέτοια αλλοίωση του συστήματος αρχείων, το γνώρισμα «fast boot» θα πρέπει να απενεργοποιηθεί μέσα στο ΛΣ Windows.
Ίσως είναι επίσης απαραίτητο να απενεργοποιήσετε το «fast boot» για να επιτρέψετε την πρόσβαση σε μια ρύθμιση του UEFI ώστε να επιλέξετε την εκκίνηση ενός άλλου Λειτουργικού Συστήματος ή του debian-installer
. Σε μερικά συστήματα UEFI, το υλισμικό θα μειώσει τον χρόνο «εκκίνησης» με την μη αρχικοποίηση του ελεγκτή του πληκτρολογίου ή υλικού USB hardware· σ' αυτές τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να εκκινήσετε σε Windows και να απενεργοποιήσετε αυτό το γνώρισμα που να επιτρέπει μια αλλαγή της σειράς εκκίνησης.
Υποστήριξη USB στο BIOS και πληκτρολόγια. Αν δεν έχετε κάποιο πληκτρολόγιο τύπου PS/2 αλλά μόνο ένα τύπου USB, ίσως να πρέπει να ενεργοποιήσετε την προσομοίωση legacy πληκτρολογίου στις ρυθμίσεις του BIOS για να μπορέσετε να χρησιμοποιήσετε το πληκτρολόγιό σας στο μενούτου φορτωτή εκκίνησης, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι πρόβλημα σε σύγχρονα συστήματα. Αν το πληκτρολόγιό σας δεν δουλεύει στο μενού του φορτωτή εκκίνησης, συμβουλευτείτε το εγχειρίδιο της μητρικής σας και ψάξτε στο BIOS για τις επιλογές «Legacy keyboard emulation» ή «USB keyboard support».